Σκαλίζω στα ρουμανικά

Μετάφραση: σκαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sapă, sap, cultiva, îngropa în, se îngropa în, ingropa in, adânci în
Σκαλίζω στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκαλίζω

σκαλίζω τη μύτη μου, σκαλίζω συνώνυμα, σκαλίζω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, σκαλίζω στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • σκίτσο στα ρουμανικά - crochiu, schiță, schita, schița, schemă, desen
  • σκαθάρι στα ρουμανικά - gândac, gândacul, beetle, gândacului, gândacul de
  • σκαλιστήρι στα ρουμανικά - poker, săpăligă, Spud, sapă, săpa, măr
  • σκαλωσιά στα ρουμανικά - schelărie, eșafodaj, schele, schela, schelă
Τυχαίες λέξεις
Σκαλίζω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: sapă, sap, cultiva, îngropa în, se îngropa în, ingropa in, adânci în