Συγκινητικός στα ρουμανικά
Μετάφραση: συγκινητικός, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mobil, mișcare, în mișcare, deplasează, se deplasează
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγκινητικός
συγκινητικός επικήδειος, συγκινητικός συνώνυμα, συγκινητικός συνώνυμο, συγκινητικός λεξικό γλώσσας ρουμανικά, συγκινητικός στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- συγκεντρώνομαι στα ρουμανικά - aduna, concentra, concentreze, se concentreze, concentrează, se concentrează
- συγκεντρώνω στα ρουμανικά - colecta, colecteze, a colecta, să colecteze, aduna
- συγκλονίζω στα ρουμανικά - zgudui, convulsii, zdruncina, clătina, convulsiona
- συγκολλώ στα ρουμανικά - cauţiune, obligaţie, adeziune, tricot, unită, tricota, lega, ...
Τυχαίες λέξεις
Συγκινητικός στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: mobil, mișcare, în mișcare, deplasează, se deplasează
Μεταφράσεις: mobil, mișcare, în mișcare, deplasează, se deplasează