Σύντροφος στα ρουμανικά

Μετάφραση: σύντροφος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
partener, companion, companie, de companie, însoțitor, tovarăș
Σύντροφος στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύντροφος

σύντροφος φώτη σεργουλόπουλου, σύντροφος μπουτάρη, σύντροφος δούρου, σύντροφος του μπουλά, σύντροφος ρένας δούρου, σύντροφος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, σύντροφος στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • σύντομα στα ρουμανικά - îndată, curând, în curând, mai curând, imediat
  • σύντομος στα ρουμανικά - scurt, îndată, scurtă, scurta, succintă, scurte
  • σύριγγα στα ρουμανικά - seringă, seringa, seringi, seringii, seringă de
  • σύρμα στα ρουμανικά - telegramă, sârmă, de sârmă, fir, fire, sarma
Τυχαίες λέξεις
Σύντροφος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: partener, companion, companie, de companie, însoțitor, tovarăș