Τραυματισμένος στα ρουμανικά
Μετάφραση: τραυματισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
accidentat, răniți, rănit, rănite, vătămate
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τραυματισμένος
τραυματισμένος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, τραυματισμένος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- τραυματίζω στα ρουμανικά - răni, rău, durea, detriment, suferinţă, ofensă, rănească, ...
- τραυματικός στα ρουμανικά - traumatic, traumatice, traumatică, traumatica, traumatizant
- τραυματισμός στα ρουμανικά - ofensă, răni, rănirea, rănirii, rănire, ranirea, răniri
- τραχεία στα ρουμανικά - trahee, traheea, traheei, trachea, trahee de
Τυχαίες λέξεις
Τραυματισμένος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: accidentat, răniți, rănit, rănite, vătămate
Μεταφράσεις: accidentat, răniți, rănit, rănite, vătămate