Ανθεκτικός στα ρωσικά

Μετάφραση: ανθεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жесткий, фундаментальный, упругий, устойчивый, эластичный, стойкий, неунывающий, отважный, здравый, прочный, выносливый, здоровый, дюжий, двужильный, крепкий, твердый, устойчивы, устойчивостью, устойчив
Ανθεκτικός στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανθεκτικός

ανθεκτικός ασκίτης, ανθεκτικός translation, ανθεκτικόσ συνώνυμο, ανθεκτικός στα αγγλικά, ανθεκτικός στη μεθικιλλίνη χρυσίζων σταφυλόκοκκος, ανθεκτικός λεξικό γλώσσας ρωσικά, ανθεκτικός στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ανθήρας στα ρωσικά - пыльник, пыльников, пыльника, пыльниковый, для пыльника
  • ανθίζω στα ρωσικά - преуспеть, цветение, туш, цветок, завитушка, цвести, зацветать, ...
  • ανθολογία στα ρωσικά - антология, изборник, сборник, антологии, антологию, антологией
  • ανθοπώλης στα ρωσικά - цветочник, цветовод, флорист, флориста, флористом, цветочный магазин, флористы
Τυχαίες λέξεις
Ανθεκτικός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: жесткий, фундаментальный, упругий, устойчивый, эластичный, стойкий, неунывающий, отважный, здравый, прочный, выносливый, здоровый, дюжий, двужильный, крепкий, твердый, устойчивы, устойчивостью, устойчив