Αποδεκατίζω στα ρωσικά

Μετάφραση: αποδεκατίζω, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уничтожать, косить, истреблять, уничтожить, опустошить, прореживание, проредить
Αποδεκατίζω στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδεκατίζω

αποδεκατίζω ετυμολογία, αποδεκατίζω σημασια, αποδεκατίζω συνώνυμα, αποδεκατίζω λεξικό γλώσσας ρωσικά, αποδεκατίζω στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • αποδείξεις στα ρωσικά - доказывать, показание, данные, доказательство, свидетельство, очевидность, улика, ...
  • αποδεικνύω στα ρωσικά - доказывать, проявлять, демонстрировать, обосновать, довести, досказать, показывать, ...
  • αποδεκτός στα ρωσικά - приемлемый, приятный, желанный, годный, допустимый, допустимая, допустимым, ...
  • αποδεσμεύω στα ρωσικά - решить, решать, высвободить, развязать, развязывать, разнуздывать, unshackle
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκατίζω στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: уничтожать, косить, истреблять, уничтожить, опустошить, прореживание, проредить