Αρνησικυρία στα ρωσικά

Μετάφραση: αρνησικυρία, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
запрещать, запрет, воспрещение, вето, воспретить, запретить, право вето, права вето, правом вето
Αρνησικυρία στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρνησικυρία

αρνησικυρία ορισμός, αρνησικυρία συνωνυμο, λαϊκή αρνησικυρία, αρνησικυρία τι είναι, αναβλητική αρνησικυρία, αρνησικυρία λεξικό γλώσσας ρωσικά, αρνησικυρία στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • αρμόζων στα ρωσικά - подходящий, пристойный, приличествующий, подобающий, скромный, приличный, порядочный, ...
  • αρνί στα ρωσικά - ягнёнок, ягненок, барашек, ягниться, овечка, оягниться, агнец, ...
  • αρνητικά στα ρωσικά - отрицательно, отрицательный, отрицательным, негативное, отрицательные, негативный
  • αρουραίος στα ρωσικά - человек, доносчик, штрейкбрехер, отказаться, крыса, предатель, предать, ...
Τυχαίες λέξεις
Αρνησικυρία στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: запрещать, запрет, воспрещение, вето, воспретить, запретить, право вето, права вето, правом вето