Αστυνόμος στα ρωσικά

Μετάφραση: αστυνόμος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
автоинспектор, сыщик, городовой, полисмен, милиционер, маршал, маршала, Marshal, маршалом, предводитель
Αστυνόμος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αστυνόμος

αστυνόμος α, αστυνόμος μπαλούρδος, αστυνόμος σαίνης, αστυνόμος πέπε, αστυνόμος μπέκας, αστυνόμος λεξικό γλώσσας ρωσικά, αστυνόμος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • αστυνομία στα ρωσικά - констебль, полиция, полиции, полицейские, милиция, милиции
  • αστυνομεύω στα ρωσικά - полиция, констебль, Полицейская, полицейской, полицейской деятельности, Полицейская деятельность, Policing
  • αστυφύλακας στα ρωσικά - милиционер, городовой, автоинспектор, сыщик, полисмен, констебль, Констебл, ...
  • αστός στα ρωσικά - согражданин, горожанин, житель города, горожанина, обыватель, жителя города
Τυχαίες λέξεις
Αστυνόμος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: автоинспектор, сыщик, городовой, полисмен, милиционер, маршал, маршала, Marshal, маршалом, предводитель