Ατροφία στα ρωσικά

Μετάφραση: ατροφία, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
истощение, изнурять, притупление, ослабление, атрофироваться, переутомлять, атрофия, атрофии, атрофию, атрофией, атрофируются
Ατροφία στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ατροφία

ατροφία εγκεφάλου βικιπαιδεια, ατροφία κολπικού επιθηλίου, ατροφία παρεγκεφαλίδας, ατροφία στομάχου, ατροφία κόλπου, ατροφία λεξικό γλώσσας ρωσικά, ατροφία στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ατονώ στα ρωσικά - вянуть, томиться, изнывать, истаять, чахнуть, слабеть, млеть, ...
  • ατραξιόν στα ρωσικά - просека, поездка, выехать, поехать, катать, взъезжать, уезжать, ...
  • ατσάλι στα ρωσικά - стальной), оружие, закалять, точило, шпага, сталь, булатный, ...
  • ατσαλένιος στα ρωσικά - точилка, стальной, сталь, огниво, булатный, закалять, шпага, ...
Τυχαίες λέξεις
Ατροφία στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: истощение, изнурять, притупление, ослабление, атрофироваться, переутомлять, атрофия, атрофии, атрофию, атрофией, атрофируются