Βαφτιστικός στα ρωσικά
Μετάφραση: βαφτιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
крестник, Godson, Годсон
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαφτιστικός
βαπτιστικός σταυρός, βαπτιστικός σταυρός για αγόρι, βαφτιστικός 2012, βαπτιστικός σταυρός αγόρι, βαφτιστικός του σακελλαρίδη, βαφτιστικός λεξικό γλώσσας ρωσικά, βαφτιστικός στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- βαφτίζω στα ρωσικά - крестить, Christen, Кристен, Крестят
- βαφτιστήρι στα ρωσικά - крестник, крестница, крестников
- βγάζω στα ρωσικά - устанавливать, добыть, допытываться, выказать, извлекать, вызывать, являть, ...
- βδελυρός στα ρωσικά - омерзительный, ужасный, страшный, безобразный, противный, отвратительный, гадкий, ...
Τυχαίες λέξεις
Βαφτιστικός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: крестник, Godson, Годсон
Μεταφράσεις: крестник, Godson, Годсон