Γενίκευση στα ρωσικά

Μετάφραση: γενίκευση, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обобщение, обобщением, обобщения, обобщении, обобщает
Γενίκευση στα ρωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενίκευση

βεβιασμένη γενίκευση, άτεγκτη γενίκευση, γενίκευση πυθαγορείου θεωρήματοσ, γενίκευση ορισμός, γενίκευση εξαρτημένου ερεθίσματος, γενίκευση λεξικό γλώσσας ρωσικά, γενίκευση στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • γεμίζω στα ρωσικά - поклажа, тягость, тяжесть, переполнять, взгромоздить, бремя, налить, ...
  • γενέθλια στα ρωσικά - рождение, начало, день рождения, рождения, Дни рождения, дня рождения
  • γενειοφόρος στα ρωσικά - остистый, бородатый, бородатого, бородой, бородач, бородатые
  • γενετικός στα ρωσικά - генетический, генетическая, генетическое, генетических, генетического
Τυχαίες λέξεις
Γενίκευση στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: обобщение, обобщением, обобщения, обобщении, обобщает