Διαιτησία στα ρωσικά
Μετάφραση: διαιτησία, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
консультация, арбитраж, арбитражный, арбитража, арбитражного, арбитражное
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαιτησία
διαιτησία κπολδ, διαιτησία στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, διαιτησία τεε, διαιτησία ποδοσφαίρου, διαιτησία icc, διαιτησία λεξικό γλώσσας ρωσικά, διαιτησία στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- διαιρώ στα ρωσικά - разделяться, раздваивать, поделить, водораздел, поделиться, раздвоить, разделять, ...
- διαισθητικός στα ρωσικά - интуитивный, интуитивно понятный, интуитивно, интуитивным, интуитивное
- διαιτητής στα ρωσικά - судить, законодатель, властитель, повелитель, арбитр, рефери, судья, ...
- διαιτητεύω στα ρωσικά - арбитраж, арбитража, арбитраже, арбитражном, арбитражное разбирательство
Τυχαίες λέξεις
Διαιτησία στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: консультация, арбитраж, арбитражный, арбитража, арбитражного, арбитражное
Μεταφράσεις: консультация, арбитраж, арбитражный, арбитража, арбитражного, арбитражное