Διυλιστήριο στα ρωσικά

Μετάφραση: διυλιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
очистительный завод, НПЗ, завод, нефтепереработки, завода
Διυλιστήριο στα ρωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διυλιστήριο

διυλιστήριο νερού, διυλιστήριο ελευσίνας, διυλιστήριο θεσσαλονίκης, διυλιστήριο πετρελαίου, διυλιστήριο πάφου, διυλιστήριο λεξικό γλώσσας ρωσικά, διυλιστήριο στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • διστακτικός στα ρωσικά - неохотный, стыдливый, неокончательный, вынужденный, стеснительный, упорный, нерешительный, ...
  • διστακτικότητα στα ρωσικά - заикание, сомнение, колебание, нерешительность, неохота, колебаний, колебания, ...
  • διφορούμενος στα ρωσικά - увертливый, неоднозначный, неосязаемый, половинчатый, смутный, сомнительный, неуловимый, ...
  • διχάζω στα ρωσικά - разделять, поделить, отрывать, раздвоить, водораздел, расчленять, разделяться, ...
Τυχαίες λέξεις
Διυλιστήριο στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: очистительный завод, НПЗ, завод, нефтепереработки, завода