Θεμιτός στα ρωσικά

Μετάφραση: θεμιτός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
законный, дозволенный, законное, законным, законными, легитимным
Θεμιτός στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θεμιτός

θεμιτός ορισμός, θεμιτός συνώνυμο, θεμιτός ανταγωνισμός βικιπαιδεια, θεμιτός ανταγωνισμός, θεμιτός λεξικο, θεμιτός λεξικό γλώσσας ρωσικά, θεμιτός στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • θεματοφύλακας στα ρωσικά - опекунша, куратор, государство, опекун, попечитель, доверитель, администратор, ...
  • θεμελιώδης στα ρωσικά - существенный, коренной, принцип, принципиальный, кардинальный, основополагающий, фундаментальный, ...
  • θεολογία στα ρωσικά - богословие, теология, богослов, теологии, богословия, теологию
  • θεολόγος στα ρωσικά - богослов, теолог, богословом, богослова, теологом
Τυχαίες λέξεις
Θεμιτός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: законный, дозволенный, законное, законным, законными, легитимным