Οντότητα στα ρωσικά
Μετάφραση: οντότητα, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
существо, организация, организм, сущность, объект, бытие, лицо, предприятие
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οντότητα
οντότητα συνώνυμα, σιωνιστική οντότητα, σκοτεινή οντότητα, νομική οντότητα, πολιτική οντότητα, οντότητα λεξικό γλώσσας ρωσικά, οντότητα στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- ονομαστός στα ρωσικά - почтенный, известный, знаменитый, известным, славится, известен
- ονοματολογία στα ρωσικά - терминология, номенклатура, номенклатуры, номенклатуре, номенклатуру, Торги
- οξείδιο στα ρωσικά - окись, окисел, оксид, оксида, окиси, оксидом
- οξικός στα ρωσικά - уксусный, уксусной, уксусная, уксусна, уксусную
Τυχαίες λέξεις
Οντότητα στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: существо, организация, организм, сущность, объект, бытие, лицо, предприятие
Μεταφράσεις: существо, организация, организм, сущность, объект, бытие, лицо, предприятие