Τραυματισμένος στα ρωσικά

Μετάφραση: τραυματισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пострадавший, ранения, ранены, ранен, травму
Τραυματισμένος στα ρωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τραυματισμένος

τραυματισμένος λεξικό γλώσσας ρωσικά, τραυματισμένος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • τραυματίζω στα ρωσικά - боль, обида, ранить, ранение, изобидеть, оскорбление, ушибать, ...
  • τραυματικός στα ρωσικά - травматический, травматического, травматическое, травматические, травмирующим
  • τραυματισμός στα ρωσικά - ранить, уязвить, оскорблять, рана, подстреливать, оскорбление, поранить, ...
  • τραχεία στα ρωσικά - трахея, трахеи, трахею, трахее, трахеей
Τυχαίες λέξεις
Τραυματισμένος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: пострадавший, ранения, ранены, ранен, травму