Φαρμακοποιός στα ρωσικά

Μετάφραση: φαρμακοποιός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аптекарь, провизор, химик, аптека, фармацевт, аптекаря, Апотекарий, аптекарем
Φαρμακοποιός στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φαρμακοποιός

φαρμακοποιός αυτοκτόνησε, φαρμακοποιός ονειροκρίτης, φαρμακοποιόσ ρέντη, φαρμακοποιός σύζυγος παρουσιάστριας, φαρμακοποιόσ θεαγένειο, φαρμακοποιός λεξικό γλώσσας ρωσικά, φαρμακοποιός στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • φαρμακερός στα ρωσικά - жестокий, страшный, опасный, злобный, ядовитый, отравляющий, вирулентный, ...
  • φαρμακευτικός στα ρωσικά - фармацевтический, аптекарский, фармацевтическая, фармацевтической, фармацевтических, фармацевтического
  • φασαρία στα ρωσικά - беспорядок, затруднение, переполох, утрудить, треск, побеспокоить, огорчение, ...
  • φασιανός στα ρωσικά - фазан, фазана, фазаны, фазанов, фазаном
Τυχαίες λέξεις
Φαρμακοποιός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: аптекарь, провизор, химик, аптека, фармацевт, аптекаря, Апотекарий, аптекарем