Άμεσος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: άμεσος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
директно, директна, директен, директни, директните
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άμεσος
άμεσος δράση, άμεσοσ coombs, άμεσοσ φωτισμόσ, άμεσος στα αγγλικά, άμεσος συνεργός, άμεσος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, άμεσος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- άμβλωση στα σλαβομακεδονικά - абортус, абортусот, за абортус, на абортусот, абортуси
- άμεμπτος στα σλαβομακεδονικά - непорочен, непорочни, порок, без порок
- άμμος στα σλαβομακεδονικά - песокот, песок, песочна, песочни
- άμορφος στα σλαβομακεδονικά - неопределен, безоблични, аморфен, без форма, бесформната
Τυχαίες λέξεις
Άμεσος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: директно, директна, директен, директни, директните
Μεταφράσεις: директно, директна, директен, директни, директните