Αμύνομαι στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: αμύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бранам, се бранам
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμύνομαι
αμύνομαι αρχαια, αμύνομαι κλιση, αμύνομαι λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αμύνομαι στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- αμόνι στα σλαβομακεδονικά - наковалната, наковална
- αμύγδαλο στα σλαβομακεδονικά - бадем, бадемот, бадемово, бадеми, бадемовите, на бадем
- αν στα σλαβομακεδονικά - ако, доколку, дали, и ако
- ανά στα σλαβομακεδονικά - по, на, за, годишно, во
Τυχαίες λέξεις
Αμύνομαι στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: бранам, се бранам
Μεταφράσεις: бранам, се бранам