Αναστέλλω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: αναστέλλω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инхибираат, инхибира, го инхибираат, ја инхибираат, попречат
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναστέλλω
αναστέλλω αντωνυμο, αναστέλλω τι σημαινει, αναστέλλω συνώνυμο, αναστέλλω λεξικο, αναστέλλω ορισμός, αναστέλλω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αναστέλλω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ανασκόπηση στα σλαβομακεδονικά - преглед, ревизија, разгледување, осврт, прегледот
- αναστάτωση στα σλαβομακεδονικά - нарушување, прекин, нарушување на, прекинот, нарушувањето
- αναστατώνω στα σλαβομακεδονικά - fluster
- αναστενάζω στα σλαβομακεδονικά - воздишка, Воздивнува, воздишката, издишка, глетка
Τυχαίες λέξεις
Αναστέλλω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: инхибираат, инхибира, го инхибираат, ја инхибираат, попречат
Μεταφράσεις: инхибираат, инхибира, го инхибираат, ја инхибираат, попречат