Αναστενάζω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: αναστενάζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
воздишка, Воздивнува, воздишката, издишка, глетка
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναστενάζω
αναστενάζω αγγλικα, αναστενάζω βγαίνει φωτιά, αναστενάζω βγαίνει φωτιά στιχοι, αναστενάζω και πονώ, αναστενάζω μετάφραση, αναστενάζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αναστενάζω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- αναστέλλω στα σλαβομακεδονικά - инхибираат, инхибира, го инхибираат, ја инхибираат, попречат
- αναστατώνω στα σλαβομακεδονικά - fluster
- αναστεναγμός στα σλαβομακεδονικά - воздишка, Воздивнува, воздишката, издишка, глетка
- αναστηλώνω στα σλαβομακεδονικά - реставрирани, реставрирана, обновени, обновен, обновена
Τυχαίες λέξεις
Αναστενάζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: воздишка, Воздивнува, воздишката, издишка, глетка
Μεταφράσεις: воздишка, Воздивнува, воздишката, издишка, глетка