Ανυπόφορος στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: ανυπόφορος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
безболна, неиздржлив, неподнослива
Ανυπόφορος στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανυπόφορος

ανυπόφορος συνώνυμα, ανυπόφορος πονόδοντος, ανυπόφορος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ανυπόφορος στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • ανυποχώρητος στα σλαβομακεδονικά - истрајни, најистрајните, жилава, тврда, здрав
  • ανυπόμονος στα σλαβομακεδονικά - нетрпеливи, нестрпливи, нестрплив, нетрпелив, трпелив
  • ανυψώνω στα σλαβομακεδονικά - лифт, лифтот, подигнете, подигање, укине
  • ανωμαλία στα σλαβομακεδονικά - аномалија, аномалијата, аномалии
Τυχαίες λέξεις
Ανυπόφορος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: безболна, неиздржлив, неподнослива