Ασυλία στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ασυλία, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
имунитет, имунитетот, на имунитетот, отпорност, имунитетот на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασυλία
ασυλία dancing with the stars, ασυλία ετυμολογία, ασυλία ορισμός, ασυλία dancing, ασυλία κασιδιάρη, ασυλία λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ασυλία στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- αστός στα σλαβομακεδονικά - townsman
- ασυδοσία στα σλαβομακεδονικά - имунитет, имунитетот, на имунитетот, отпорност, имунитетот на
- ασυμβίβαστος στα σλαβομακεδονικά - некомпатибилни, некомпатибилна, неспојлива, неспоива, некомпатибилен
- ασυμμετρία στα σλαβομακεδονικά - асиметрија, асиметријата, асиметричност, асиметрија на
Τυχαίες λέξεις
Ασυλία στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: имунитет, имунитетот, на имунитетот, отпорност, имунитетот на
Μεταφράσεις: имунитет, имунитетот, на имунитетот, отпорност, имунитетот на