Δαπανηρός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: δαπανηρός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скапи, скапо, скап, скапа, скапите
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δαπανηρός
δαπανηρός συνώνυμο, δαπανηρός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, δαπανηρός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- δαπάνες στα σλαβομακεδονικά - трошоци, трошоците, трошоците за, трошоци за, на трошоците
- δαπάνη στα σλαβομακεδονικά - сметка, трошок, трошоци, за сметка, трошоците
- δασκάλα στα σλαβομακεδονικά - наставник, наставникот, учител, учителот, на наставниците
- δασμοί στα σλαβομακεδονικά - должности, обврски, должностите, давачки, обврските
Τυχαίες λέξεις
Δαπανηρός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: скапи, скапо, скап, скапа, скапите
Μεταφράσεις: скапи, скапо, скап, скапа, скапите