Διαγωνιζόμενος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: διαγωνιζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дисидент, натпреварувач, учесничката, натпреварувачот, натпреварувачи, конкурент
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαγωνιζόμενος
διαγωνιζόμενος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, διαγωνιζόμενος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- διαγωγή στα σλαβομακεδονικά - однесување, Правила, однесувањето, спроведување, водење
- διαγωνίζομαι στα σλαβομακεδονικά - diagonizomai
- διαγωνισμός στα σλαβομακεδονικά - натпревар, натпреварот, конкурс, конкурсот, на натпреварот
- διαδήλωση στα σλαβομακεδονικά - демонстрациите, демонстрација, демонстрации, демонстрацијата, демонстрација на
Τυχαίες λέξεις
Διαγωνιζόμενος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: дисидент, натпреварувач, учесничката, натпреварувачот, натпреварувачи, конкурент
Μεταφράσεις: дисидент, натпреварувач, учесничката, натпреварувачот, натпреварувачи, конкурент