Διακόπτω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: διακόπτω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прекинеш, прекинуваат, прекинете, прекинувај, се прекине
Διακόπτω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακόπτω

διακόπτω english, διακόπτω κλίση, διακόπτω συνώνυμα, διακόπτω συνώνυμο, διακόπτω στα αγγλικά, διακόπτω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, διακόπτω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • διακυμαίνομαι στα σλαβομακεδονικά - врти, флуктуираат, флуктуира, се врти, се променат
  • διακόπτης στα σλαβομακεδονικά - прекинувач, прекинувачот, гајтан, префрлување, вклучите
  • διακόρευση στα σλαβομακεδονικά - diakorefsi
  • διακύμανση στα σλαβομακεδονικά - флуктуација, флуктуацијата, варирање, колебање, флуктуација на
Τυχαίες λέξεις
Διακόπτω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: прекинеш, прекинуваат, прекинете, прекинувај, се прекине