Δυσχέρεια στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: δυσχέρεια, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тешкотија, тешкотии, тешкотијата, тежина, потешкотии
Δυσχέρεια στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσχέρεια

οικονομική δυσχέρεια, δυσχέρεια ορισμός, εμβρυϊκή δυσχέρεια, αναπνευστική δυσχέρεια, δυσχέρεια στην αναπνοή, δυσχέρεια λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, δυσχέρεια στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • δυσφημώ στα σλαβομακεδονικά - traduce
  • δυσφορία στα σλαβομακεδονικά - непријатност, непријатноста, неудобност, дискомфорт, нелагодност
  • δυσχεραίνω στα σλαβομακεδονικά - попречува
  • δυσωδία στα σλαβομακεδονικά - реата, смрдеа, реа, смрдеата, мирис
Τυχαίες λέξεις
Δυσχέρεια στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: тешкотија, тешкотии, тешкотијата, тежина, потешкотии