Εγκάρδιος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: εγκάρδιος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
срдечна, обилен, еснафски, обилно, искрен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκάρδιος
εγκάρδιος συνώνυμο, εγκάρδιος αγγλικά, εγκάρδιος συνώνυμα, εγκάρδιος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εγκάρδιος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- εγείρομαι στα σλαβομακεδονικά - зголеми, се зголеми, расте, да се зголеми, се зголемува
- εγκάθετος στα σλαβομακεδονικά - јазик, Седнете, седат, Седи, Опуштете, Седни
- εγκέφαλος στα σλαβομακεδονικά - мозокот, мозок, на мозокот, мозочна, мозочни
- εγκαθίσταμαι στα σλαβομακεδονικά - спогоди, населат, се населат, реши, решат
Τυχαίες λέξεις
Εγκάρδιος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: срдечна, обилен, еснафски, обилно, искрен
Μεταφράσεις: срдечна, обилен, еснафски, обилно, искрен