Εμποτίζω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: εμποτίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пропит, вкоренен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμποτίζω
εμπλουτίζω συνώνυμα, εμποτίζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εμποτίζω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- εμπορεύματα στα σλαβομακεδονικά - стоки, стока, стоките, стоката, добра
- εμπορικός στα σλαβομακεδονικά - комерцијални, комерцијална, комерцијалните, комерцијален, трговски
- εμπρηστής στα σλαβομακεδονικά - пироман
- εμπρηστικός στα σλαβομακεδονικά - воспалителни, инфламаторни, воспалителна, инфламаторен, воспалително
Τυχαίες λέξεις
Εμποτίζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: пропит, вкоренен
Μεταφράσεις: пропит, вкоренен