Εμφυσώ στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: εμφυσώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
влее, насаждам, налагам, им влее, да им влее
Εμφυσώ στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμφυσώ

εμφυσώ συνώνυμα, εμφυσώ συνώνυμο, εμφυσώ μετάφραση, εμφυσώ βικιλεξικο, εμφυσώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εμφυσώ στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • εμφατικός στα σλαβομακεδονικά - недвосмислен, решителна, емфатична, погласен, категоричниот
  • εμφιαλώνω στα σλαβομακεδονικά - шишето, шишиња, шишенца, шишињата, шишиња со, шишиња за
  • εμφυτεύω στα σλαβομακεδονικά - имплант, имплантот, имплантација, импланти, имплантант
  • εμψυχώνω στα σλαβομακεδονικά - реанимира, го реанимира
Τυχαίες λέξεις
Εμφυσώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: влее, насаждам, налагам, им влее, да им влее