Ενόχληση στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: ενόχληση, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
непријатност, вознемирувам луѓето, пречат, ги вознемирувам луѓето, да ги вознемирувам луѓето
Ενόχληση στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενόχληση

ενόχληση στους όρχεις, ενόχληση στο στήθος, ενόχληση στο γόνατο, ενόχληση στον λαιμό, ενόχληση στο μάτι, ενόχληση λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ενόχληση στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • ενυδρείο στα σλαβομακεδονικά - аквариум, аквариуми, аквариумот, aquarium
  • ενότητα στα σλαβομακεδονικά - единство, единството, заедништво
  • ενώ στα σλαβομακεδονικά - а, додека, време, при
  • ενώνω στα σλαβομακεδονικά - се приклучат, се приклучат на, се придружите, придружат, приклучат
Τυχαίες λέξεις
Ενόχληση στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: непријатност, вознемирувам луѓето, пречат, ги вознемирувам луѓето, да ги вознемирувам луѓето