Επικουρικός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: επικουρικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
подружница, подружницата, супсидијарна, помошни, подружница на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επικουρικός
επικουρικός λεξικό, επικουρικός αγγλικά, επικουρικός ακτινοφυσικός, επικουρικός ιατρός, επικουρικόσ μαστόσ, επικουρικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, επικουρικός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- επικοινωνώ στα σλαβομακεδονικά - комуницираат, комуникација, комуницира, комуницираме, да комуницираат
- επικουρία στα σλαβομακεδονικά - помош, помошта, помош за, помош на, помош во
- επικράτηση στα σλαβομακεδονικά - преваленцијата, преваленцата, преваленција, преваленца, распространетоста
- επικρίνω στα σλαβομακεδονικά - критикуваат, критикува, ја критикуваат, го критикуваат, се критикува
Τυχαίες λέξεις
Επικουρικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: подружница, подружницата, супсидијарна, помошни, подружница на
Μεταφράσεις: подружница, подружницата, супсидијарна, помошни, подружница на