Ερημίτης στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ερημίτης, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пустиникот, пустиник, испосник, отшелник, пустиножител
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ερημίτης
ερημίτησ παξοί, μάκησ ερημίτησ, ερημίτης κέρκυρα, ερημίτης ταρώ, ερημίτης κάβουρας, ερημίτης λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ερημίτης στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ερευνητής στα σλαβομακεδονικά - истражувач, истражувачот, истражувач на, истражувачите, истражувачи
- ερευνώ στα σλαβομακεδονικά - испита, истражува, истражи, истражуваат, се испита
- ερημικός στα σλαβομακεδονικά - осаменик, осаменикот, затвори, отшелник, саможив
- ερημώνω στα σλαβομακεδονικά - depopulate
Τυχαίες λέξεις
Ερημίτης στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: пустиникот, пустиник, испосник, отшелник, пустиножител
Μεταφράσεις: пустиникот, пустиник, испосник, отшелник, пустиножител