Κονδύλωμα στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κονδύλωμα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
брадавица, Брадавици, брадавицата, израсток, брадавичести
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κονδύλωμα
κονδύλωμα πέους, κονδύλωμα hpv, κονδύλωμα πρωκτού, κονδύλωμα στον τραχηλο, κονδύλωμα wiki, κονδύλωμα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κονδύλωμα στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κομψός στα σλαβομακεδονικά - елегантен, елегантна, домот, елегантни
- κομψότητα στα σλαβομακεδονικά - елеганција, елеганцијата, хотел, елегантност
- κονιάκ στα σλαβομακεδονικά - коњак, коњакот
- κονκάρδα στα σλαβομακεδονικά - cockade
Τυχαίες λέξεις
Κονδύλωμα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: брадавица, Брадавици, брадавицата, израсток, брадавичести
Μεταφράσεις: брадавица, Брадавици, брадавицата, израсток, брадавичести