Μένω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: μένω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
престој, остане, останете, останат, се држат
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μένω
μένω demy, μένω ενεός, μένω δένω πλένω, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, μένω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- μέμψη στα σλαβομακεδονικά - Semerkhet
- μέντα στα σλαβομακεδονικά - нане, ментол, мента, од нане
- μέρα στα σλαβομακεδονικά - ден, денот, дневно, денот на
- μέριμνα στα σλαβομακεδονικά - загриженост, грижа, интерес, загриженоста, загриженост во
Τυχαίες λέξεις
Μένω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: престој, остане, останете, останат, се држат
Μεταφράσεις: престој, остане, останете, останат, се држат