Μαινόμενος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: μαινόμενος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разгневи, разгневил, разлути, налути
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαινόμενος
βενιζέλος μαινόμενος, μαινόμενος σημασια, ηρακλήσ μαινόμενοσ, μαινόμενος ταύρος, μαινόμενος ορισμός, μαινόμενος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, μαινόμενος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- μαθητής στα σλαβομακεδονικά - ученик, ученикот, учење, учат, учи
- μαθητεία στα σλαβομακεδονικά - школување, стажирање, приправничкиот стаж, стаж, приправнички стаж
- μακάβριος στα σλαβομακεδονικά - сензационен
- μακάρι στα σλαβομακεδονικά - посакувам, Ви посакувам, Би сакал, Би сакал да, посакувам да
Τυχαίες λέξεις
Μαινόμενος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: разгневи, разгневил, разлути, налути
Μεταφράσεις: разгневи, разгневил, разлути, налути