Μολύνω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: μολύνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зарази, инфицираат, заразуваат, да се појават, се појават
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μολύνω
μολύνω στα αγγλικα, μολύνω μολυνει μολύνει, μολύνω συνώνυμο, μολύνω παρατατικός, μολύνω συνώνυμα, μολύνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, μολύνω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- μολυσματικός στα σλαβομακεδονικά - инфективна, инфективен, инфективните, инфективни, заразни
- μολύβι στα σλαβομακεδονικά - молив, моливот, со молив, пенкало
- μομφή στα σλαβομακεδονικά - срам, прекор, укор, од срам, укори
- μονάδα στα σλαβομακεδονικά - единица, единицата, единици, единица за, единица на
Τυχαίες λέξεις
Μολύνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: зарази, инфицираат, заразуваат, да се појават, се појават
Μεταφράσεις: зарази, инфицираат, заразуваат, да се појават, се појават