Μονάδα στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: μονάδα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
единица, единицата, единици, единица за, единица на
Μονάδα στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονάδα

μονάδα τεχνητού νεφρού, μονάδα σημασιολογικού ιστού, μονάδα 731, μονάδα αναπτυξιακής παιδιατρικής του νοσοκομείου παίδων «αγλαΐα κυριακού», μονάδα ανθρώπινης εργασίας, μονάδα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, μονάδα στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • μολύνω στα σλαβομακεδονικά - зарази, инфицираат, заразуваат, да се појават, се појават
  • μομφή στα σλαβομακεδονικά - срам, прекор, укор, од срам, укори
  • μονή στα σλαβομακεδονικά - опатија, опатијата, Abbey, Аби
  • μοναδικός στα σλαβομακεδονικά - уникатна, единствена, уникатен, единствени, уникатни
Τυχαίες λέξεις
Μονάδα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: единица, единицата, единици, единица за, единица на