Σκυθρωπός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: σκυθρωπός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оловен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκυθρωπός
σκυθρωπός ορισμός, σκυθρωπός συνώνυμα, σκυθρωπός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, σκυθρωπός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- σκούφος στα σλαβομακεδονικά - капа, капаче, капакот, капачето, капата
- σκυθρωπιάζω στα σλαβομακεδονικά - skythropiazo
- σκυλίσιος στα σλαβομακεδονικά - кучешки, кучиња, Животинска, кучешка, Canine
- σκυρόδεμα στα σλαβομακεδονικά - бетон, бетонски, конкретни, конкретна, конкретните
Τυχαίες λέξεις
Σκυθρωπός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: оловен
Μεταφράσεις: оловен