Σοκάκι στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: σοκάκι, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Бекстрит, Backstreet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σοκάκι
σοκάκι συνώνυμα, γιαχνί σοκάκι, σοκάκι ναύπλιο, σοκάκι καρπενήσι, μακρύ σοκάκι, σοκάκι λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, σοκάκι στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- σοδειά στα σλαβομακεδονικά - жетвата, култура, посевите, културите, културата, култури
- σοκ στα σλαβομακεδονικά - шок, шокот, удар
- σοκολάτα στα σλαβομακεδονικά - чоколадо, чоколада, чоколадата, чоколадото, чоколадна
- σολομός στα σλαβομακεδονικά - лососот, лосос, изобилството, од лосос
Τυχαίες λέξεις
Σοκάκι στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: Бекстрит, Backstreet
Μεταφράσεις: Бекстрит, Backstreet