Στενά στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: στενά, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тесно, внимателно, поблиску, тесна, внимателно да
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στενά
στενά του ορμούζ, στενά του μαγγελάνου, στενά του κερτς, στενά παντελόνια, στενά της μάγχης, στενά λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, στενά στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- στεγαστικός στα σλαβομακεδονικά - домување, сместување, домувањето, станови, станбени
- στεγνός στα σλαβομακεδονικά - сув, сува, суво, суви, сувата
- στενάζω στα σλαβομακεδονικά - стенкањето, поплака, воздишка
- στενός στα σλαβομακεδονικά - во близина, затвори, блиску, блиски, близок
Τυχαίες λέξεις
Στενά στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: тесно, внимателно, поблиску, тесна, внимателно да
Μεταφράσεις: тесно, внимателно, поблиску, тесна, внимателно да