Στοχεύω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: στοχεύω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
целта, целни, цел, целна, целната
Στοχεύω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στοχεύω

στοχεύω συνώνυμο, στοχεύω αγγλικά, στοχεύω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, στοχεύω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • στοχασμός στα σλαβομακεδονικά - медитација, медитацијата, медитации, размислување
  • στοχαστικός στα σλαβομακεδονικά - контемплативен, контемплативна, контемплативно, контемплативни, контемплативниот
  • στρέμμα στα σλαβομακεδονικά - акра, акр, акри, хектари, ар
  • στρέψη στα σλαβομακεδονικά - торзија, торзиони, торзијата, торзиона, торзија на
Τυχαίες λέξεις
Στοχεύω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: целта, целни, цел, целна, целната