Συναρπαστικός στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: συναρπαστικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
возбудливи, возбудливо, возбудлива, интересен, возбудлив
Συναρπαστικός στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συναρπαστικός

συναρπαστικός συνώνυμο, συναρπαστικόσ τι σημαινει, συναρπαστικός συνώνυμα, συναρπαστικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, συναρπαστικός στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • συναρμολογώ στα σλαβομακεδονικά - средува, се средува, подреди, средувате, собирате
  • συναρμολόγηση στα σλαβομακεδονικά - фитинг, монтирање, монтажа, поставување, опремување
  • συνασπισμός στα σλαβομακεδονικά - коалиција, коалицијата, коалициска, коалициски, коалициските
  • συναυλία στα σλαβομακεδονικά - концертот, концерт, концертни, концертна, концерт на
Τυχαίες λέξεις
Συναρπαστικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: возбудливи, возбудливо, возбудлива, интересен, возбудлив