Συνεπώς στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: συνεπώς, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Како резултат на тоа, следствено, Како последица на тоа, следствено на тоа
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεπώς
συνεπώσ περιφέρεια, συνεπώς συνώνυμο, συνεπώσ αγγλικά, συνεπώς στα αγγλικά, συνεπώς συνώνυμα, συνεπώς λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, συνεπώς στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- συνεπής στα σλαβομακεδονικά - согласност, во согласност, доследно, конзистентен, конзистентна
- συνεπαίρνω στα σλαβομακεδονικά - транспорт, возбудува
- συνεργάζομαι στα σλαβομακεδονικά - соработуваат, да соработуваат, соработува, соработка, соработуваме
- συνεργάσιμος στα σλαβομακεδονικά - соработка, кооперативни, кооперативен, кооперативно, кооперативна
Τυχαίες λέξεις
Συνεπώς στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: Како резултат на тоа, следствено, Како последица на тоа, следствено на тоа
Μεταφράσεις: Како резултат на тоа, следствено, Како последица на тоа, следствено на тоа