Σχετικός στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: σχετικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
во однос, роднина, релативна, релативната, однос
Σχετικός στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σχετικός

σχετικόσ υπερθετικόσ, σχετικός και απόλυτος υπερθετικός, σχετικός υπερθετικός βαθμός, σχετικός βαθμός ρευστότητας του ενεργητικού σε σχέση με το παθητικό, σχετικός λόγος πιθανοτήτων, σχετικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, σχετικός στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • σχετίζομαι στα σλαβομακεδονικά - се однесуваат, однесуваат, да се однесуваат, се однесува, поврзани
  • σχετικά στα σλαβομακεδονικά - за, околу, во врска со, за тоа, во врска
  • σχηματίζω στα σλαβομακεδονικά - мувла, калапот, калап, мувлата, на мувла
  • σχηματισμός στα σλαβομακεδονικά - формирање, формирањето, формирање на, формација, формирањето на
Τυχαίες λέξεις
Σχετικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: во однос, роднина, релативна, релативната, однос