Τροφοδοτώ στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: τροφοδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Стоук, Сток, Stoke, на Стоук, похапвам Здраво
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τροφοδοτώ
τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, τροφοδοτώ στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- τροφικός στα σλαβομακεδονικά - хранливи, хранливите, нутритивни, хранлив, нутритивна
- τροφοδοσία στα σλαβομακεδονικά - угостителство, угостителски, угостителските, угостителството, угостителска
- τροφοδότης στα σλαβομακεδονικά - кетеринг, угостителот, снабдувач, на кетеринг
- τροχαλία στα σλαβομακεδονικά - макара, ролка, макарата, чекрк, рудан
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδοτώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: Стоук, Сток, Stoke, на Стоук, похапвам Здраво
Μεταφράσεις: Стоук, Сток, Stoke, на Стоук, похапвам Здраво