Υποκινώ στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: υποκινώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поттикнувала, abet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποκινώ
υποκινώ λεξικό, υποκινώ συνώνυμο, υποκινώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, υποκινώ στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- υποκειμενικότητα στα σλαβομακεδονικά - субјективност, субјективноста, субјективитет, субјективитетот
- υποκινητής στα σλαβομακεδονικά - двигател, подвижник, пионери, движечка сила, иницијатор
- υποκοριστικός στα σλαβομακεδονικά - ypokoristikos
- υποκρισία στα σλαβομακεδονικά - лицемерие, хипокризија, хипокризијата, лицемерство, дволичност
Τυχαίες λέξεις
Υποκινώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: поттикнувала, abet
Μεταφράσεις: поттикнувала, abet