Υπόκωφος στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: υπόκωφος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шупливи, шупливо, шуплива, шуплив, празни
Υπόκωφος στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπόκωφος

υπόκωφος ορισμός, υπόκωφος ήχος, υπόκωφος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, υπόκωφος στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • υπόδικος στα σλαβομακεδονικά - тужената, испитаник, испитаникот, одговорната, обвинетиот
  • υπόθεση στα σλαβομακεδονικά - материја, случајот, случај, предметот, на случај, случаи
  • υπόλειμμα στα σλαβομακεδονικά - остатоци, остаток, резидуи, остатоци од, остатокот
  • υπόληψη στα σλαβομακεδονικά - репутација, угледот, углед, репутацијата, реноме
Τυχαίες λέξεις
Υπόκωφος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: шупливи, шупливо, шуплива, шуплив, празни