Αποδεκατίζω στα σλοβενικά
Μετάφραση: αποδεκατίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zdesetkal, Desetkovati
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδεκατίζω
αποδεκατίζω ετυμολογία, αποδεκατίζω σημασια, αποδεκατίζω συνώνυμα, αποδεκατίζω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, αποδεκατίζω στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- αποδείξεις στα σλοβενικά - záznam, evidence, dokazi, dokazov, dokaz, dokazila
- αποδεικνύω στα σλοβενικά - izkazati, ukázat, dokázat, dokazati, dokazujejo, izkaže
- αποδεκτός στα σλοβενικά - dopustna, dopustno, dopusten, dopustni, dopustne
- αποδεσμεύω στα σλοβενικά - Raskovati
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκατίζω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: zdesetkal, Desetkovati
Μεταφράσεις: zdesetkal, Desetkovati