Βοηθώ στα σλοβενικά
Μετάφραση: βοηθώ, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pomoli, pomáhat, pomoč, pomaga, pomagati, pomagajo, pomagal
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βοηθώ
βοηθώ modern greek verbs, να βοηθώ, βοηθώ αντωνυμο, βοηθώ συνώνυμο, βοηθώ conjugation, βοηθώ λεξικό γλώσσας σλοβενικά, βοηθώ στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- βοηθητικός στα σλοβενικά - pomožna, pomožni, pomožne, pomožno, pomožnega
- βοηθός στα σλοβενικά - pomožnik, pomagati, pomoč, pomáhat, laborant, asistent, asistentka, ...
- βολή στα σλοβενικά - hod, obsadit, mavec, shot, strel, Ekipa, streljal, ...
- βολβός στα σλοβενικά - žarnica, žarnice, žarnico, sijalka, bulb
Τυχαίες λέξεις
Βοηθώ στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: pomoli, pomáhat, pomoč, pomaga, pomagati, pomagajo, pomagal
Μεταφράσεις: pomoli, pomáhat, pomoč, pomaga, pomagati, pomagajo, pomagal